LogoTitle
Νόμος 3304/2005 Εκτύπωση E-mail
Τρίτη, 16 Φεβρουαρίου 2010 10:52
'Εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανεξαρτήτως φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού'

Με τον νόμο αυτόν ενσωματώθηκαν στην ελληνική έννομη τάξη δύο Οδηγίες της EE: α) η Οδηγία 2000/43/ΕΚ "περί εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης προσώπων ασχέτως φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής" στους τομείς της απασχόλησης, της εργασίας, της συμμετοχής σε σωματεία και επαγγελματικές οργανώσεις, καθώς και στην εκπαίδευση, τις κοινωνικές παροχές και την πρόσβαση στη διάθεση και την παροχή αγαθών και υπηρεσιών που διατίθενται στο κοινό, και β) η Οδηγία 2000/78/ΕΚ "για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, ειδικών αναγκών, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού" αποκλειστικά στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας.
Οι ρυθμίσεις του εν λόγω νόμου επιδιώκουν να καταπολεμήσουν τα φαινόμενα τόσο της άμεσης όσο και της έμμεσης διάκρισης (άρθρα 3 και 7). Επίσης, παρέχουν ειδική αυτοτελή προστασία έναντι της παρενόχλησης (άρθρο 2, παράγρ. 2) και έναντι της εντολής για διακριτική μεταχείριση (άρθρο 2, παράγρ. 3). Εκτός όμως από την εξειδίκευση των κρίσιμων αυτών εννοιών, οι εν λόγω διατάξεις οργανώνουν, στις βασικές τους γραμμές, ένα σύνθετο και εν μέρει καινοφανές πλέγμα μηχανισμών προστασίας του θιγόμενου προσώπου, που υπερβαίνει κατά πολύ το παραδοσιακό πρότυπο επιβολής κυρώσεων σε εξατομικευμένες περιπτώσεις. Έτσι, μολονότι προβλέπονται, με ασαφή πάντως τρόπο, νέες διευρυμένες διοικητικές και ποινικές κυρώσεις (άρθρα 16 και 17), η έμφαση μετατίθεται στη διαμεσολαβητική δράση ειδικών δημόσιων φορέων για την προώθηση της ίσης μεταχείρισης, στη δραστηριοποίηση της κοινωνίας των πολιτών, τόσο σε επίπεδο ευαισθητοποίησης του κοινού όσο και εκπροσώπησης των θιγομένων, στην πρόβλεψη ειδικών στρατηγικών υλοποίησης για την προώθηση του θεσμοθετημένου κοινωνικού διαλόγου, καθώς και στην ανάληψη θετικών μέτρων.
Οι νέες αυτές μορφές δράσης, τις οποίες προβλέπουν ήδη στο κείμενό τους οι σχετικές Οδηγίες, φαίνεται πράγματι να ανταποκρίνονται στις ιδιαιτερότητες των "ευπαθών ομάδων" που είναι και οι αποδέκτες της παρεχόμενης προστασίας, στον συχνά δομικό χαρακτήρα των πρακτικών άνισης μεταχείρισης και στην ανάγκη ευρύτερου κοινωνικού συντονισμού για την καταπολέμηση του φαινομένου των διακρίσεων. Ωστόσο, κατά τη συνήθη κανονιστική πρακτική των οργάνων του ελληνικού κράτους, το κείμενο της ενσωμάτωσης ελάχιστα προσθέτει στο ήδη υφιστάμενο ρυθμιστικό περιεχόμενο-πλαίσιο των δύο κοινοτικών Οδηγιών. Έτσι όμως μεταφέρεται στην πράξη αυτούσιο σχεδόν το βάρος της εξειδίκευσης των θεσμικών αυτών καινοτομιών στους εθνικούς φορείς προώθησης και στα εθνικά όργανα εφαρμογής των ρυθμίσεων.
Από πρακτική τουλάχιστον σκοπιά, κρισιμότερη όλων εμφανίζεται η καινοτόμος ρύθμιση του άρθρου 14, με την οποία επιδιώκεται η ανακατανομή του βάρους της απόδειξης περί συνδρομής αθέμιτης διάκρισης μεταξύ εγκαλούντος-θιγομένου και εγκαλουμένου, με τον περιορισμό της υποχρέωσης του πρώτου να τεκμηριώσει την καταγγελία του εις βάρος του δεύτερου απλώς prima facie. Η επαρκής πρόσβαση σε στοιχεία καλείται να αποτελέσει τον θεμέλιο λίθο της ορθής εφαρμογής του νόμου και της αποτελεσματικής εφαρμογής της αντιστροφής του βάρους απόδειξης ειδικότερα.
Από την πλευρά του, ο Συνήγορος του Πολίτη, όπως φαίνεται και από τις μέχρι σήμερα ετήσιες εκθέσεις του, έχει ήδη αναλώσει μέρος της δραστηριότητάς του στη διερεύνηση αναφορών πολιτών για άνιση μεταχείριση από όργανα του κράτους. Με τις νέες νομοθετικές διατάξεις, η Αρχή ανέλαβε, εκτός από την αυτονόητη αρμοδιότητά της να προστατεύει τους πολίτες από την κακοδιοίκηση που προσλαμβάνει τη μορφή αθέμιτων διακρίσεων, και τον ρόλο του επίσημου φορέα προώθησης της αρχής της ίσης μεταχείρισης στο πεδίο του δημόσιου τομέα. Εν όψει ακριβώς της ειδικότερης αυτής αποστολής της, δυνάμει του άρθρου 20, παράγρ. 2 του νέου νόμου, η Αρχή δεν εξαιρείται πλέον από τη διερεύνηση αναφορών σχετικών με την υπηρεσιακή κατάσταση προσωπικού του δημοσίου, όταν αυτές αφορούν σε περιπτώσεις διακριτικής μεταχείρισης εμπίπτουσες στο πεδίο των νέων διατάξεων περί προστασίας. Εκτός όμως από το να ενισχύουν και να επεκτείνουν την αρμοδιότητα του Συνηγόρου του Πολίτη να διαμεσολαβεί σε ατομικές περιπτώσεις ύστερα από αναφορά, οι νέες διατάξεις κωδικοποιούν σειρά και άλλων θεσμικών δυνατοτήτων δράσης. Έτσι, για τους σκοπούς της προώθησης της ίσης μεταχείρισης, ο Συνήγορος του Πολίτη μπορεί να κλιμακώνει την έρευνα και τη διαμεσολάβησή του σε ευρύτερο πεδίο, να συντάσσει σχετικές εκθέσεις και να συμμετέχει ενεργώς στον συντονισμό των κρατικών αρχών και την ευαισθητοποίηση της διοίκησης και της κοινωνίας των πολιτών. Στο πλαίσιο ιδίως των εν λόγω, ευρύτερης εμβέλειας, δράσεών του, ο Συνήγορος του Πολίτη αναμένεται να αξιοποιήσει τη συνεργασία του με τη νέα Επιτροπή Ίσης Μεταχείρισης του Υπουργείου Δικαιοσύνης (άρθρο 21) καθώς και με το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας (άρθρο 29, παράγρ. 3), όργανα, που, αν και στερούνται του χαρακτήρα ανεξάρτητης αρχής, έχουν επωμιστεί τον ρόλο των φορέων προώθησης της ίσης μεταχείρισης στο πεδίο του ιδιωτικού τομέα.